- τειχήρης
- -ήρες Α1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ.β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.)2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.)3. μτφ. οχυρός («νῆσος τειχήρης τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)4. φρ. «τειχήρης στέφανος» — ο τειχικός στέφανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ήρης (Ι)* (πρβλ. ποδ-ήρης, φρεν-ήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.